Ο βασικός λόγος που μπορεί να
οδηγήσει κάποιον ασθενή σε ολική ή τμηματική λαρυγγεκτομή είναι η προσβολή του
οργάνου του λάρυγγα από καρκίνο.
Τα καρκινώματα του λάρυγγα είναι τα
πιο συχνά μεταξύ των κακοηθών όγκων κεφαλής και τραχήλου. Απαντώνται περίπου
στο 2 – 3 % του συνόλου των κακοηθών νεοπλασμάτων στο ανθρώπινο σώμα και
εμφανίζονται πιο συχνά στους άντρες, ηλικίας από 45 έως 70 ετών.
Για τον καρκίνο του λάρυγγα
ευθύνεται βασικά η κατάχρηση καπνίσματος και δευτερευόντως η συνοδεία
υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ.
Τα καρκινώματα του λάρυγγα, ανάλογα
με τον εντοπισμό τους, χωρίζονται σε υπεργλωττιδικά, γλωττιδικά και υπογλωττιδικά.
Εντοπισμός και
Συμπτωματολογία
Υπεργλωττιδικά
καρκινώματα (Supraglottic Carcinoma)
Εμφανίζονται σε συχνότητα περίπου
23 –26%. Μπορούν να προσβάλλουν τη λαρυγγική επιφάνεια της επιγλωττίδας, τις
νόθες φωνητικές χορδές και τη μοργάνειο κοιλία.
Τα πρώτα συμπτώματα είναι κατά βάση
άτυπα και περιλαμβάνουν: αίσθημα ξένου σώματος φαρυγγικά και αίσθημα ερεθισμού.
Καθώς η νόσος εξελίσσεται παρουσιάζονται δυσκαταποσία, ωδυνοφαγία, ωταλγίες. Οι
πρώτες μεταστάσεις σηματοδοτούνται από διογκώσεις των τραχηλικών λεμφαδένων.
Ανάλογα με τον εντοπισμό, μπορεί να προκαλέσει δυσκαμψία της επιγλωττίδας. Σε
μεταστάσεις του νεοπλάσματος προς τη γλωττιδική μοίρα παρουσιάζεται βράγχος
φωνής και δύσπνοια με εισπνευστικό συριγμό.
Γλωττιδικά Καρκινώματα
(Glottic Carcinoma)
Περιλαμβάνουν τα καρκινώματα των
γνήσιων φωνητικών χορδών, της πρόσθιας και της οπίσθιας εντομής. Αναλογούν
περίπου στο 70 – 75% των λαρυγγικών καρκινωμάτων.
Κύριο και πρώιμο σύμπτωμα είναι η
βραχνάδα στη φωνή. Καθώς το νεόπλασμα αναπτύσσεται, ο όγκος προκαλεί στένωση
του αυλού του λάρυγγα με αποτέλεσμα φαινόμενα δύσπνοιας και εισπνευστικό
συριγμό.
Τα καρκινώματα της γλωττίδας έχουν
καλή πρόγνωση λόγω των πρώιμων συμπτωμάτων που εμφανίζουν και επιπλέον μπορούν,
στο αρχικό στάδιο, να αντιμετωπιστούν με ακτινοθεραπεία (ποσοστό επιτυχίας 90 –
90%).
Οι μεταστάσεις των γλωττιδικών
καρκινωμάτων είναι σπάνιες. Σε περιπτώσεις επέκτασης στον ενδολάρυγγα, στην
πρόσθια εντομή ή στους βαθύτερους ιστούς, οι μεταστάσεις στους λεμφαδένες είναι
συχνότερες και η πρόγνωση είναι κακή.
Υπογλωττιδικά
Καρκινώματα (Subglottic Carcinoma)
Είναι σπάνια και απαντώνται περίπου
στο 2 – 4% των συνολικών καρκινωμάτων του λάρυγγα. Μπορούν να προσβάλλουν την
υπογλωττιδική χώρα και την τραχεία. Βασικό σύμπτωμά τους είναι η δύσπνοια λόγω
της στένωσης του υπογλωττιδικού χώρου και συνοδεύεται από αίσθημα ξένου
σώματος, ελαφρά αλλοίωση της φωνής, βήχα.
Στα υπεργλωττιδικά και υπογλωττιδικά
καρκινώματα υπάρχει προδιάθεση μεταστάσεων λόγω της μεγαλύτερης αγγείωσης και
λεμφικής παροχέτευσης πάνω και κάτω από τις φωνητικές χορδές. Επιπλέον, η
πρόγνωση είναι χειρότερη από εκείνη των γλωττιδικών καρκινωμάτων επειδή τα
συμπτώματα καθυστερούν να εμφανιστούν (κυρίως βράγχος φωνής).
Διάγνωση
Ο όγκος του λάρυγγα διαγνώσκεται
από τον ειδικό ωτορινολαρυγγολόγο μέσα από έμμεση ή άμεση λαρυγγοσκόπηση. Στη
συνέχεια, γίνεται βιοψία δείγματος ιστού και διερευνάται η περίπτωση παρουσίας
καλοήθους ή κακοήθους νεοπλάσματος.
Θεραπεία
Η θεραπεία καρκινωμάτων του λάρυγγα
εξαρτάται από την έκταση του νεοπλάσματος, την ύπαρξη ή όχι μεταστάσεων στους
επιχώριους λεμφαδένες ή σε άλλα όργανα (πνεύμονες, ήπαρ κλπ.), από την ηλικία
και τη γενική κατάσταση του ασθενούς. Οι θεραπευτικές μέθοδοι που
χρησιμοποιούνται στις μέρες μας για την αντιμετώπιση αυτών των καρκινωμάτων
είναι η ακτινοθεραπεία, η χειρουργική θεραπεία ή ο συνδυασμός των δύο. Ανά
περίπτωση μπορεί να εφαρμοστεί και χημειοθεραπεία.
Ακτινοθεραπεία (Radiation Therapy). Η ακτινοβολία
εφαρμόζεται συνήθως συμπληρωματικά όταν υπάρχουν μεταστάσεις στους λεμφαδένες,
προεγχειρητικά, παρηγορητικά, και σπάνια σαν κύρια θεραπεία.
Χημειοθεραπεία (Chemotherapy).
Εφαρμόζεται για να περιορίσει την έκταση ανεπτυγμένου όγκου πριν την
ακτινοθεραπεία ή τη χειρουργική επέμβαση. Χορηγείται χημικό απευθείας στο αίμα
ή μέσω του στόματος. Το χημικό επιτίθεται στα καρκινικά κύτταρα και περιορίζει
την ανάπτυξή τους αλλά ταυτόχρονα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τα υγιή
κύτταρα. Επειδή οι παρενέργειες της θεραπείας είναι πολλές και σοβαρές,
χημειοθεραπεία εφαρμόζεται περιστασιακά και προγραμματισμένα σε περιστατικά που
πραγματικά τη χρειάζονται.
Χειρουργική θεραπεία. Η
χειρουργική θεραπεία όγκων του λάρυγγα ονομάζεται λαρυγγεκτομή. Κατά την
επέμβαση αφαιρούνται τμήματα του λάρυγγα ή και ολόκληρος ο λάρυγγας. Η
λαρυγγεκτομή μπορεί να είναι τμηματική ή ολική.
Τμηματική λαρυγγεκτομή (Partial Laryngectomy). Σε
περιπτώσεις που το καρκίνωμα είναι περιορισμένο μόνο στο όργανο του λάρυγγα, σε
κάποιο τμήμα του ο ασθενής υφίσταται μερική λαρυγγεκτομή ή ημιλαρυγγεκτομή.
Η μερική λαρυγγεκτομή είναι η
χειρουργική επέμβαση κατά την οποία γίνεται οριζόντια τομή και αφαιρείται το
πάσχον τριτημόριο (ή τα πάσχοντα τριτημόρια) του λάρυγγα. Συνήθως εφαρμόζεται
υπεργλωττιδικά (δηλαδή, αφαιρούνται η επιγλωττίδα, οι νόθες φωνητικές χορδές,
το υοειδές οστό και τα άνω τμήματα του θυρεοειδούς χόνδρου) ή γλωττιδικά (με
αφαίρεση μιας φωνητικής χορδής και της αντίστοιχής της νόθης, τμήμα της άλλης
φωνητικής χορδής και μέρος του θυρεοειδούς χόνδρου).
Η ημιλαρυγγεκτομή (Hemilaryngectomy) είναι η
μερική αφαίρεση του λάρυγγα, του πρόσθιου ή οπίσθιου ημίσεως του οργάνου.
Συνήθως αποσπώνται ο θυρεοειδής χόνδρος, μία φωνητική χορδή και οι
αρυταινοειδείς χόνδροι. Μετεγχειρητικά, ο ασθενής δύναται να αναπνέει κανονικά,
ενώ η φωνή του χαρακτηρίζεται από βραχνάδα,
άσκοπη διαφυγή αέρα κατά την ομιλία και χαμηλά ένταση.